Χτες, με παρέα τη σύζυγο, κάτσαμε σε μια παραλιακή καφετέρια.
Ο σερβιτόρος νεαρός χαμογελαστός και ευδιάθετος μας ρώτησε τι θα θέλαμε. Του δώσαμε την παραγγελία την οποία και εκτέλεσε γρήγορα και πάντα με την ίδια ευχάριστη διάθεση.
- Πως σε λένε φίλε μου; τον ρώτησα.
-Αχιλλέα, μου απάντησε χαμογελώντας.
-Και δεν μου λες Αχιλλέα, ο αρχαίος συνονόματός σου ξέρεις ποιον είχε φίλο;
-Α κύριέ μου εγώ δεν ασχολούμαι με τα αρχαία και ούτε τον Αχιλλέα ξέρω ούτε το φίλο του.
Νόμιζα προς στιγμή ότι μου κάνει πλάκα, επειδή όλα αυτά τα συνόδευε πάντα με το ζεστό χαμόγελό του.
-Και πόσο χρόνων είσαι Αχιλλέα; τον ξαναρώτησα.
-Είκοσι τρία κύριε.
-Σπουδάζεις κάτι;
-Όχι. Έδωσα για το πανεπιστήμιο και δεν πέρασα.
-Και δεν επεχείρησες να ξαναδώσεις μήπως περάσεις;
-Μπα, βαρέθηκα. Άλλωστε αν σπουδάζαμε όλοι ποιος θα έκανε το σερβιτόρο;
Ετοιμάστηκα να του πω πως μάλλον έχει δίκιο αλλά έφυγε, ζητώντας μας συγνώμη, να πάρει παραγγελία από κάποιους νέους πελάτες.
-Είναι δυνατόν να μη γνωρίζει για τον Αχιλλέα; μου είπε η γυναίκα μου.
-Κάτσε να δούμε αν ξέρει και γράμματα γιατί κάτι μου λέει πως δεν θα έβγαλε ούτε το δημοτικό.
Σε κάποια στιγμή τον ξαναφώναξα και τον ρώτησα τι χρωστάω.
-Οχτώ ευρώ κύριε.
-Πάρε δέκα και κράτα τα ρέστα, του είπα.
-Σας ευχαριστώ κύριε, μου είπε χαμογελώντας και πάλι.
Στο μεταξύ όλη αυτή την ώρα είχα συλλάβει ένα σχέδιο προκειμένου να μάθω τι και πόσα γράμματα ξέρει…
-Αχιλλέα, ξέρεις να γράφεις μηνύματα στο κινητό;
-Μα και βέβαια ξέρω.
-Επειδή δεν έχω τα γυαλιά μου για κοντά, θα μπορούσες να με εξυπηρετήσεις γράφοντάς μου ένα μήνυμα να το στείλω σε ένα φίλο;
-Και το ρωτάτε;
Του έδωσα το κινητό. Του έλεγα και κείνος έγραφε.
Όταν τελείωσε τον ευχαρίστησα πήρα το κινητό στα χέρια μου και αφού ξεσπάσαμε σε γέλια με τη γυναίκα μου, διαβάζοντας το κείμενο, πάτησα αποστολή και έστειλα το μήνυμα στο φίλο μου το Γιάννη, στον οποίο και απευθυνόμουν.
Τι διάβασε ο Γιάννης που με πήρε να με ρωτήσει αν είμαι καλά;αυτό: ΓΙΑΝΙ ΚΑΛΙΜΕΡΑ. ΕΦΧΑΡΙΣΤΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΦΚΕΣ ΚΕ ΤΑ ΛΟΛΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΣΤΙΛΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΗΑ ΜΟΥ. ΤΟΡΑ ΙΜΕ ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ ΚΕ ΠΙΝΟ ΚΑΦΕ. ΟΤΑΝ ΕΧΙΣ ΧΡΟΝΟ ΚΕ ΜΠΟΡΑΙΣΗΣ ΠΑΡΕ ΜΕ ΝΑ ΒΡΕΘΟΜΕ ΚΕ ΝΑ ΤΑ ΠΟΜΕ.
Πήγα στην τουαλέτα πριν φύγω όχι τόσο για σωματική μου ανάγκη αλλά για να μιλήσω με τον ιδιοκτήτη και να επιβεβαιώσω τις υποψίες που σφηνώθηκαν στο μυαλό μου, σχετικά με το σερβιτόρο.
-Ο σερβιτόρος σας ο Αχιλλέας είναι καταπληκτικό παιδί, είπα στον χοντρό τύπο που καθόταν πίσω από τον πάγκο. Χαμογελαστός πρόθυμος και εξυπηρετικότατος.
-Α, πρόκειται πραγματικά για παιδί διαμάντι, είπε κι εκείνος συμφωνώντας μαζί μου. Τύφλα νάχουν οι Έλληνες!
-Τι, δεν είναι Έλληνας;
-Όχι, Αλβανός είναι και επειδή έχει ένα περίεργο όνομα, Τρόσα, Κρόσα, ή κάπως έτσι, τον βάφτισα Αχιλλέα, μιας και έχω κόλλημα με τα αρχαιοελληνικά ονόματα.
Η αλήθεια είναι πως ακούγοντάς τον να μου λέει όλα αυτά ανακουφίστηκα.
Ε, δεν είναι και λίγο να λες ότι έχεις τελειώσει λύκειο, και εκτός από το να μη γνωρίζεις ποιος ήταν ο Αχιλλέας, να γράφεις και το Άλφα με Ωμέγα…